κεφαλοραχιαίος

κεφαλοραχιαίος
-α, -ο
ο σχετικός με το κεφάλι και τη ράχη, τη σπονδυλική στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -ραχιαίος (< ῥάχις)]·

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”